- κωμαστήριον
- κωμαστήριον, τὸ (Α) [κωμάζω]1. (στην Αίγυπτο) τόπος συνάντησης τών κωμαστών2. ιερό αντικείμενο3. (μτφ. για τον ουρανό) τόπος που διατρέχουν σε πομπή οι θεότητες τού ηλίου και τών αστέρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωμαστήριον — meeting place of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμαστηρίῳ — κωμαστήριον meeting place of neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμαστήρια — κωμαστήριον meeting place of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)